Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ый ταυτόσημος

См. также в других словарях:

  • ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… …   Dictionary of Greek

  • ταυτόσημος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια σημασία με κάτι άλλο: Η ημιδιάμετρος είναι ταυτόσημη έννοια με την ακτίνα του κύκλου. 2. ισοδύναμος, όμοιος, απαράλλαχτος: Από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών έγινε ταυτόσημη διπλωματική ανακοίνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταὐτοσήμως — ταὐτόσημος of the same signification adverbial ταὐτόσημος of the same signification masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτόσημον — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem acc sg ταὐτόσημος of the same signification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοσήμου — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοσήμους — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοσήμων — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτόσημα — ταὐτόσημος of the same signification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»