-
1 тождественный
ταυτόσημος, όμοιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тождественный
-
2 идентичность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идентичность
-
3 однозначный
1. (тождественный по смыслу, значению) ταυτόσημος 2 мат. (о) έχων μια τιμή 3. (имеющий только одно значение) μονοσήμαντος, μονόσημος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > однозначный
-
4 идентичный
идент||и́чныйприл ταυτόσημος, ίδιος. -
5 одинаковый
одинаков||ыйприл ὀμοιος, ίσος, ἰδιος/ ταυτόσημος (по смыслу):\одинаковыйые взгляды ὀμοια φρονήματα, ὀμοιες ίδέες· они́ \одинаковыйого роста ἔχουν τό ἰδιο ἀνάστημα, ἔχουν τό ίδιο μπόϊ· \одинаковыйым способом μέ τόν ἰδιον τρόπο· в \одинаковыйой мере στον ἰδιο βαθμό. -
6 одиозначный
одиозначн||ыйприл I. (тождественный) ταυτόσημος'2. мат μονοψήφιος, μονός:\одиозначныйое число́ μονοψήφιος ἀριθμός. -
7 равнозначащий
равнозначащийравнозначный прил ἰσότιμος, ἰσοδύναμος, ἰσάξιος/ ταυτόσημος (тождественный). -
8 равносильный
равносильныйприл1. ἰσοδύναμος·2. (равнозначащий) ἰσότιμος, ισοδύναμος/ ταυτόσημος, ὀμοιος (тождественный):э́то \равносильныйο смерти αὐτό εἶναι θάνατος. -
9 тождественный
тождественн||ыйприл ταυτόσημος, ὅμοιος. -
10 equivalent
[i'kwivələnt] 1. adjective(equal in value, power, meaning etc: A metre is not quite equivalent to a yard; Would you say that `bravery' and `courage' are exactly equivalent?) ισοδύναμος,ταυτόσημος2. noun(something or someone that is equivalent to something or someone else: This word has no equivalent in French.) αντίστοιχο,ισοδύναμο -
11 interchangeable
adjective (able to be used, put etc in the place of each other without a difference in effect, meaning etc: `Great' and `big' are not completely interchangeable.) ανταλλάξιμος,ταυτόσημος -
12 однозначный
[αντναζνάτσνυΐ] εκ. ταυτόσημος, (μαθ.) μονοψήφιος -
13 тождественный
[ταζντιέστβιννυΐ] εκ. ταυτόσημος -
14 однозначный
[αντναζνάτσνυϊ] επ ταυτόσημος, (μαθ) μονοψήφιος -
15 тождественный
[ταζντιέστβιννυϊ] επ ταυτόσημος -
16 идентичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноταυτόσημος, πανόμοιος, ίδιος κι απαράλλαχτος. -
17 однозначный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. ταυτόσημος.2. μονόσημος, που έχει μια σημασία.3. μονοψήφιος•-ое число μονοψήφιος αριθμός.
-
18 равносильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноισοδύναμος•-ые армии ισοδύναμοι στρατοί.
|| ισάξιος• ταυτόσημος• αντίστοιχος• όμοιος. -
19 тождественный
κ. тожественныйεπ.ταυτόσημος, ίδιος, πανομο ιος• απαράλλαχτος.
См. также в других словарях:
ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… … Dictionary of Greek
ταυτόσημος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια σημασία με κάτι άλλο: Η ημιδιάμετρος είναι ταυτόσημη έννοια με την ακτίνα του κύκλου. 2. ισοδύναμος, όμοιος, απαράλλαχτος: Από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών έγινε ταυτόσημη διπλωματική ανακοίνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταὐτοσήμως — ταὐτόσημος of the same signification adverbial ταὐτόσημος of the same signification masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτόσημον — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem acc sg ταὐτόσημος of the same signification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοσήμου — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοσήμους — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοσήμων — ταὐτόσημος of the same signification masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτόσημα — ταὐτόσημος of the same signification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek